πλησίφως

πλησίφως
ὁ, ἡ, Α
πλησιφαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. πλησ(ι)- τού πίμπλημι «γεμίζω» (πρβ. αόρ. -πλησ-α) + -φως (< φῶς, φωτός), πρβλ. λειψί-φως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλησίφωτος — ον, ΜΑ πλησιφαής, πλησίφως*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος< θ. πλησ(ι) τού πίμπλημι (πρβλ. αόρ. ἔ πλησ α) + φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. λειψί φωτος, ληξί φωτος] …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”